δαφνοστόλιστος

δαφνοστόλιστος
-η, -ο
ο στολισμένος με δάφνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + στολίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Κ. Ν. Λεβίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δαφνοστόλιστος — η, ο στολισμένος με φύλλα δάφνης: Όλες οι εθνικές γιορτές γίνονται στη δαφνοστόλιστη πλατεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”